Για να μην πούμε το νερό, νεράκι:     Λόγω της μείωσης των αποθεμάτων νερού στους ταμιευτήρες, ο Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων εφιστά την προσοχή όλων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή και απρόσκοπτη υδροδότηση του συνόλου των υδροδοτούμενων περιοχών. Η ευαισθητοποίηση και συμμετοχή όλων στην προσπάθεια ορθολογικής χρήσης είναι επιτακτική ανάγκη, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος εξάντλησης των αποθεμάτων. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να είμαστε όλοι ιδιαίτερα προσεχτικοί, καθώς η υπερκατανάλωση, η αλόγιστη χρήση νερού και η άσκοπη κατανάλωσή του πιθανόν να μας οδηγήσει σε δυσάρεστες καταστάσεις. Ο Αντιδήμαρχος Τοτόμης Πρωτονοτάριος
Τελευταίες δημοσιεύσεις:

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Τα παράξενα της διαδρομής και το άδικο τέλος ενός χαρτονομίσματος

    Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στη  Νάξο και με την ευκαιρία επισκέφτηκα  τον Παππού και την Γιαγιά μου στο χωριό της Γιαγιάς, που είναι και σμυριδοχώρι.

Ο Παππούς είναι επιδοματούχος του  Δημοσίου και η Γιαγιά, του Ο.Γ.Α..
Τους ρώτησα να μου πουν τα νέα τους και μου λένε: τίποτα παιδί μου, τα ίδια και τα ίδια, εμείς  κάπως περνάμε, που είμαστε διπλοεπιδοματούχοι.
Στο χωριό υπάρχει μία νέκρα, δεν κινείται τίποτα, δεν κυκλοφορεί χρήμα.
Κάποια επιδόματα  και δυοτρία αντίδωρα, που αντικατάστησαν τις παλιές συντάξεις και τα δώρα, παίρνουμε, αλλά σε καμιά δεκαριά μέρες εξαφανίζονται.
Ήρθε, μου λένε, η εποχή  που κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα…, μόνο λίγο τα ψυγεία… προσέχουμε να κλείνουμε.   
Εκείνη τη στιγμή γελά ο Παππούς και μου λέει: άκου να σου πω ήντα σκαρφίστηκα, αλλά να μην βγει από το στόμα σου.
Τον προηγούμενο μήνα στο χωριό, οι μισοί σχεδόν, ήταν τσακωμένοι  με τους άλλους μισούς.
Ο υδραυλικός στο χωριό, όφειλε 100€  στον  χασάπη  και αυτός όφειλε στον γείτονά μας το ίδιο, ο γείτονας μας όφειλε το ίδιο στον ηλεκτρολόγο και αυτός  
στον υδραυλικό.
Το βράδυ αν συναντιόντουσαν στο καφενεδάκι, τσακωνόντουσαν.
Καθένας τους έλεγε, μου οφείλουν και μένα, άμα τα πάρω θα σου τα δώσω.
Αυτό γινόταν επί αρκετό διάστημα.
Μια νύχτα που τα σκεφτόμουνα, σκαρφίζομαι κάτι.
 Το πρωί, πιάνω ένα εκατοστάρικο το σημαδεύω, δηλαδή το μουτζούρωσα λίγο στσι τρεις γωνιές του.
Πάω στον γείτονα,  πούναι καλός άνθρωπος και του λέω: θέλω να μου σκάψεις και να μου σπείρεις τα χωραφάκια μου. Εντάξει μου λέει, μόλις καλοσυνέψει.
Του δίνω το κατοστάρικο και του λέω, πάρτο να πάρεις σπόρο και μετά θα λογαριαστούμε. Ήντα να σου πω παιδί μου, μόνο που δε με φίλησε.
Το βράδυ πάω πάλι για να του πω, δήθεν ότι μετάνιωσα. Μόλις με βλέπει,  μου λέει:
γείτονα, μήπως δεν περνά… το εκατοστάρικο πούναι λίγο λερωμένο; Του λέω μακάρι νάχαμε καμιά χιλιάδα…Τελικά του λέω: ρε γείτονα, μίλησα με τα παιδιά στην Αθήνα και δε θέλουν, τι τα γυρεύω, λένε, αυτά τα πράματα. Εντάξει μου είπε  μόνο που το χρωστούσα στον ηλεκτρολόγο και το έστειλα, γιατί δε μ’ αρέσει να χρωστώ και θα σου το δώσω με την πρώτη ευκαιρία. Εκείνη τη στιγμή χτυπά η πόρτα  και ήταν ένα παιδάκι   που κρατούσε ένα φακελάκι και λέει στο γείτονα  σας το στέλνει ο μπαμπάς μου και φεύγει. Μου λέει, του χασάπη το παιδί  είναι και είσαι τυχερός γείτονα, που μάλλον μου στέλνει κάποια χρήματα που μου χρωστά και θα σου τα δώσω. Ανοίγει το φακελάκι, και τον βλέπω να κάνει τον  σταυρό του και να φωνάζει: “μνήσθητί μου Κύριε”. Του λέω, τι συμβαίνει; Μου απαντά: το ίδιο το εκατοστάρικο που μούδωσες το πρωί είναι, και μου το δίνει.  Εγώ, το ήξερα βέβαια και κρατήθηκα για να μη γελάσω και το καταλάβει. Το  άλλο βράδυ, περνώντας από το καφενεδάκι, ήταν και οι τέσσερις και παίζανε μαζί χαρτιά.  Είδες μου λέει, τι έγινε; « Κούνησα κι' εγώ το κεφάλι μου και λέω: Ρε Παππού, είσαι και ο πρώτος!»  Η Γιαγιά, εκείνη τη στιγμή  
λέει: άστο παιδί, το ζάλισες και ο Παππούς, μου λέει: άστη Γιαγιά, έχουμε και συνέχεια. Εντάξει  Παππού, λέγε μου. Αρχίζει ο Παππούς και λέει: έχω υπολογίσει
ότι, από τη σύνταξη του Οκτωβρίου και μετά, αυτά που παίρνω φορολογούνται με το 30%,  έχουμε βλέπεις και το σπιτάκι στην Αθήνα που νοικιάζουμε.
Αυτό το μουτζουρωμένο  εκατοστάρικο το πήρα στη σύνταξη του Οκτωβρίου.
Πήγαμε με τη Γιαγιά σου πριν από καμιά δεκαριά μέρες στο μπακαλικάκι του χωριού να ψωνίσει. Ο μπακάλης έχτισε τώρα τελευταία το μαγαζάκι και χρωστά ακόμα.
Παρακάλεσα το μπακάλη,  αν μπορεί να μη δώσει το χαρτονόμισμα αυτό σε κάποιον ξένο, αλλά να παραμείνει στο χωριό.
 Προχθές είδα τον μπακάλη, και τι μου είπε; «Το εκατοστάρικο σου κυρ Κώστα ήταν γουρλίδικο  ή  το μόνο μεγάλο χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε στο χωριό.
Χρωστούσα στον χτίστη και του το έδωσα έναντι και την άλλη μέρα ήρθε  και ψώνισε η γυναίκα του μαραγκού, φαίνεται πως ο χτίστης χρωστούσε στον μαραγκό.
Χρωστούσα και το έδωσα πάλι στον μπετατζής και την άλλη μέρα ήρθε και ψώνισε ο σιδεράς, φαίνεται πάλι ότι ο μπετατζής χρωστούσε στον σιδερά.»
Του είπα μάλιστα τότε, δώσε μου πίσω σε παρακαλώ αυτό το χαρτονόμισμα να το έχω για να θυμάμαι τι έκανε και θα σου δώσω άλλο και μου απάντησε: «η γυναίκα μου το έδωσε δανικά στον καντηλανάφτη να το στείλει στον εγγονό του που σπουδάζει στη Ρουμανία». Στεναχωρήθηκα πολύ, που είχε αυτό το τέλος το χαρτονόμισμα.    
Πες μου τώρα, λέει ο Παππούς, εσύ που έχεις βγάλει και το σκολειό, αυτό το χαρτονόμισμα, ξεχρέωσε και συμφιλίωσε τέσσερις συγχωριανούς που ήταν τσακωμένοι;
Το κράτος πήρε από μένα 50 €, (30€ φόρο εισοδήματος και 20€ Φ.Π.Α.) και από τη γυναίκα του μαραγκού 20 € και τον σιδερά άλλα 20€, που ψωνίσαμε από τον μπακάλη και μπήκαν τρόφιμα στα σπίτια μας;
Ο μπακάλης, κέρδισε και από τις τρεις πωλήσεις και έδωσε κάποιο από το χρέος του στους χτίστη και μπετατζή, όπως και αυτοί στους μαραγκό και σιδερά;
Ο καντηλανάφτης, ικανοποιήθηκε και αυτός;
Αν δεν είχε αυτό  το τέλος το χαρτονόμισμα, ξέρεις τι μπορούσε να κάνει ακόμα;
Για σκέψου να κυκλοφορούσαν στο χωριό, άλλα 50 εκατοστάρικα …
Πες μου, δεν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω;
                                                          ----------
Για να είμαι ειλικρινής, προβληματίστηκα και του είπα, έχεις δίκιο.
Εσείς, προβληματιστήκατε;    Αν ναι, ποιο συμπέρασμα βγάζετε;
Γράφει η artemis           

Δεν υπάρχουν σχόλια :