Ο γεροντάκος, κοινώς χούφταλο…, επισκέπτεται τον παθολόγο της γειτονιάς και με τρεμάμενη φωνή του λέει: γιατρέ, θέλω τη βοήθειά σας.
Γεροντ.: έχει έρθει και μένει στην πολυκατοικία που μένω, μια πολύ όμορφη κοπέλα, κούκλα σας λέω και κάθε φορά που θα συναντηθούμε στο ισόγειο με χαιρετά , μου χαμογελά και καταλαβαίνω ότι μ’ έχει ερωτευθεί.
Γιατρός: πέστε μου τι σας συμβαίνει.
Γεροντ.: έχει έρθει και μένει στην πολυκατοικία που μένω, μια πολύ όμορφη κοπέλα, κούκλα σας λέω και κάθε φορά που θα συναντηθούμε στο ισόγειο με χαιρετά , μου χαμογελά και καταλαβαίνω ότι μ’ έχει ερωτευθεί.
Γιατρός: και τι θέλετε να σας κάνω εγώ;
Γεροντ.: να μου δώσετε κάποια δυναμωτικά χάπια.
Ο Γιατρός κουνώντας το κεφάλι του και γελώντας, του λέει:
εγώ δε μπορώ, αλλά θα πάτε σ’ ένα σεξολόγο.
Γεροντ.: να σας πω γιατρέ, τον πρώτο τον καταφέρνω, το δεύτερο με το ζόρι και πρέπει να σταματήσω να ξεκουραστώ λίγο, αλλά τον τρίτο με τίποτα.
Ο γιατρός τάχει παίξει.. και λέει: μα τι λέτε παππού; Εγώ που είμαι εγγονός σας δεν έχω αυτές τις επιδόσεις. Πηγαίνετε σας παρακαλώ γιατί περιμένουν ασθενείς.
Γεροντ.: τι σας οφείλω γιατρέ;
Γιατρός: τίποτα.
Γεροντ.: ευχαριστώ, αντίο.
Προχωρεί προς την έξοδο ο γεροντάκος απογοητευμένος και μονολογώντας, λέει:
βρε τον παλιάνθρωπο να μην κάνει ασανσέρ.
Ακούει κάτι ο γιατρός και του λέει, τι είπατε;
Γεροντ.: να σας πω γιατρέ, η κοπέλα μένει στον τρίτο και τελευταίο όροφο, εγώ στο ισόγειο και η πολυκατοικία δεν έχει ασανσέρ και δε μπορώ ν’ ανέβω να της πάω δυο… λουλούδια.
Και ο γιατρός έμεινε κάγκελο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου